τεχνάζομαι

τεχνάζομαι
αμετ.
1) находить лазейку, ухищряться; ухитряться, умудряться; 2) лукавить, хитрить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τεχνάζομαι" в других словарях:

  • τεχνάζομαι — ΝΜΑ βλ. τεχνάζω …   Dictionary of Greek

  • τεχνάζομαι — τεχνάζω employ art pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεπιτεχνώμαι — άομαι, Α τεχνάζομαι, επινοώ κάτι επί πλέον με πανουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιτεχνῶμαι «τεχνάζομαι, επινοώ δόλους»] …   Dictionary of Greek

  • κατατεχνάζομαι — (Μ) 1. κατατεχνώ 2. επιδιώκω κάτι με τέχνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τεχνάζομαι «επινοώ, σοφίζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • μήδομαι — (Α) 1. έχω κατά νου, σκέφτομαι, συλλογίζομαι («τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην», Ομ. Οδ.) 2. (με κακή σημ.) τεχνάζομαι, μηχανώμαι, σχεδιάζω ή μελετώ κακά («τόσα γὰρ κακὰ μήσατ Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.) 3. (μετά τον Όμ.) επινοώ,… …   Dictionary of Greek

  • μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του …   Dictionary of Greek

  • μηδοσύνη — μηδοσύνη, ἡ (Α) σκέψη, φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μηδ τού μήδομαι «συλλογίζομαι, τεχνάζομαι» + κατάλ. οσύνη] …   Dictionary of Greek

  • μηχανώμαι — (ΑΜ μηχανῶμαι, άομαι, Μ και μηχανοῡμαι, έομαι, Α και ενεργ. μηχανῶ, άω) [μηχανή] 1. επινοώ, εφευρίσκω 2. επινοώ κάτι με πανουργία, τεχνάζομαι αρχ. 1. κατασκευάζω ή οικοδομώ κάτι με τέχνη («οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο», Ομ. Ιλ.) 2. επινοώ,… …   Dictionary of Greek

  • παρατεχνώμαι — άομαι, Α εξαπατώ με παραποίηση τής αλήθειας, επινοώ τέχνασμα παρά την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τεχνῶμαι «τεχνάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • περιμηχανώμαι — άομαι, Α ετοιμάζω κάτι με πολλή επιδεξιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + μηχανῶμαι «τεχνάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • περιτεχνώμαι — άομαι, Α 1. τεχνάζομαι, κατασκευάζω κάτι 2. μηχανώμαι, δολιεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τεχνῶμαι «κατασκευάζω με τέχνη, μηχανεύομαι»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»